- νήπυστος
- νήπυστος, ον,A not heard, not learnt, Nonn.D.11.199.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήπυστος — νήπυστος, ον (Α) ανήκουστος, άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»), πρβλ. ά πυστος, έκ πυστος] … Dictionary of Greek
νήπυστον — νήπυστος not heard masc/fem acc sg νήπυστος not heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek